Anonymous

ἀνδραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδραποδίζω]] (Α)<br />(ενεργ, και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[υποδουλώνω]], [[απάγω]] άνθρωπο ελεύθερο και τον [[πουλώ]] ως δούλο<br /><b>2.</b> (για ιδιώτη) [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του δουλεμπόρου, [[εμπορεύομαι]] δούλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανδράποδον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ανδραποδισμός]], [[ανδραποδιστής]], [[ανδραποδιστικός]]].
|mltxt=[[ἀνδραποδίζω]] (Α)<br />(ενεργ, και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[υποδουλώνω]], [[απάγω]] άνθρωπο ελεύθερο και τον [[πουλώ]] ως δούλο<br /><b>2.</b> (για ιδιώτη) [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του δουλεμπόρου, [[εμπορεύομαι]] δούλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανδράποδον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ανδραποδισμός]], [[ανδραποδιστής]], [[ανδραποδιστικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἠνδραπόδισα</i> — Ιων., μέλ. Μέσ., <i>ἀνδραποδιεῦμαι</i> με Παθ. [[σημασία]], Αττ. <i>ἀνδραποδισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>ἠνδραποδίσθην</i>, παρακ. <i>ἠνδραπόδισμαι</i>· ([[ἀνδράποδον]])· [[υποδουλώνω]], [[φέρνω]] σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[ιδίως]] [[πουλώ]] τους ελεύθερους ανθρώπους υποδουλωμένης περιοχής ως δούλους, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., πουλιέμαι ως [[δούλος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· η Μέσ. χρησιμοποιείται επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ.
}}
}}