βανδοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(big3_8) |
(7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[portaestandarte]] o [[abanderado]] Procop.<i>Vand</i>.2.10.4. | |dgtxt=-ου, ὁ [[portaestandarte]] o [[abanderado]] Procop.<i>Vand</i>.2.10.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βανδοφόρος]], ο (Μ)<br />αυτός που φέρει, που κρατάει το [[βάνδον]], ο [[σημαιοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:24, 29 September 2017
Spanish (DGE)
-ου, ὁ portaestandarte o abanderado Procop.Vand.2.10.4.
Greek Monolingual
βανδοφόρος, ο (Μ)
αυτός που φέρει, που κρατάει το βάνδον, ο σημαιοφόρος.