βανδοφόρος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Spanish (DGE)

-ου, ὁ portaestandarte o abanderado Procop.Vand.2.10.4.

Greek Monolingual

βανδοφόρος, ο (Μ)
αυτός που φέρει, που κρατάει το βάνδον, ο σημαιοφόρος.