γνοφερός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_5)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνοφερός''': γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφ-.
|lstext='''γνοφερός''': γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφ-.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (Α [[γνοφερός]], -ά, -όν) [[γνόφος]]<br />[[σκοτεινός]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γνοφερός: γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφ-.

Greek Monolingual

-ά, -ό (Α γνοφερός, -ά, -όν) γνόφος
σκοτεινός.