ὠμοφάγος: Difference between revisions

47c
(eksahir)
(47c)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[devorador de carne cruda]]
|esgtx=[[devorador de carne cruda]]
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὠμοφάγος]],-ον, ΝΑ<br />αυτός που τρώει ωμές τροφές και, [[ιδίως]], ωμό [[κρέας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωμοφάγα</i><br />τα σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὠμοφάγος]] [[χάρις]]» — η [[χαρά]] που προκαλείται από τη [[βρώση]] ωμού κρέατος (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}