3,270,382
edits
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser o estar poseído]], [[ser inspirado]] por la divinidad, la musa o el estro poético ἡ ψυχὴ ... ἐνθουσιάζουσα cuando un poeta recita a Homero, Pl.<i>Io</i> 535c, cf. 536b, <i>Ap</i>.22c, Arist.<i>EE</i> 1214<sup>a</sup>24, <i>MM</i> 1190<sup>b</sup>36, por la divinidad oracular en Delfos, D.S.16.26, ἆρ' οἶσθα ὅτι ὑπὸ τῶν Νυμφῶν ... σαφῶς ἐνθουσιάσω; ¿acaso no comprendes que iba yo a quedar claramente poseído por las ninfas?</i> Pl.<i>Phdr</i>.241e, en la contemplación y unión mística ὥσπερ ἁρπασθεὶς ἢ ἐνθουσιάσας ἡσυχῇ ἐν ἐρήμῳ ... γεγένηται como arrobado o en trance queda en solitaria calma</i> Plot.6.9.11<br /><b class="num">•</b>fig. e irón., de los filósofos ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ [[ἕκαστος]] αὐτῶν ἐνθουσιάσας surgen allí donde cada uno de ellos reciba casualmente la inspiración</i> Pl.<i>Tht</i>.180c.<br /><b class="num">2</b> [[entusiasmarse]] c. dat. ὅταν ... ἤδη τοὺς ἀκροατὰς ... ποιήσῃ ἐνθουσιάσαι ἢ ἐπαίνοις ἢ ψόγοις ref. al orador, Arist.<i>Rh</i>.1408<sup>b</sup>14, αὐτῷ (χρυσίῳ) LXX <i>Si</i>.31.7, ταῖς ... τῶν ἀνδ[ρ] ῶν φωναῖς Phld.<i>Lib</i>.fr.5.3.<br /><b class="num">3</b> en v. med.-pas. [[delirar]], [[sufrir alucinaciones]] a causa del olor de un pez ἐνθουσιάζεσθαι ποιεῖ τοὺς ὀσφραινομένους <i>Cyran</i>.1.14.29, τοὺς μυκτῆράς σου χρίε μύρῳ δυνατῷ καὶ οὖκ ἐνθουσιασθήσει τὸ καθόλου <i>Cyran</i>.1.14.31.<br /><b class="num">II</b> c. ac. de abstr. y dat. [[inspirar]], [[insuflar]] ὁ ... τεχνίτης ... ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.4, cf. 23.18. | |dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser o estar poseído]], [[ser inspirado]] por la divinidad, la musa o el estro poético ἡ ψυχὴ ... ἐνθουσιάζουσα cuando un poeta recita a Homero, Pl.<i>Io</i> 535c, cf. 536b, <i>Ap</i>.22c, Arist.<i>EE</i> 1214<sup>a</sup>24, <i>MM</i> 1190<sup>b</sup>36, por la divinidad oracular en Delfos, D.S.16.26, ἆρ' οἶσθα ὅτι ὑπὸ τῶν Νυμφῶν ... σαφῶς ἐνθουσιάσω; ¿acaso no comprendes que iba yo a quedar claramente poseído por las ninfas?</i> Pl.<i>Phdr</i>.241e, en la contemplación y unión mística ὥσπερ ἁρπασθεὶς ἢ ἐνθουσιάσας ἡσυχῇ ἐν ἐρήμῳ ... γεγένηται como arrobado o en trance queda en solitaria calma</i> Plot.6.9.11<br /><b class="num">•</b>fig. e irón., de los filósofos ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ [[ἕκαστος]] αὐτῶν ἐνθουσιάσας surgen allí donde cada uno de ellos reciba casualmente la inspiración</i> Pl.<i>Tht</i>.180c.<br /><b class="num">2</b> [[entusiasmarse]] c. dat. ὅταν ... ἤδη τοὺς ἀκροατὰς ... ποιήσῃ ἐνθουσιάσαι ἢ ἐπαίνοις ἢ ψόγοις ref. al orador, Arist.<i>Rh</i>.1408<sup>b</sup>14, αὐτῷ (χρυσίῳ) LXX <i>Si</i>.31.7, ταῖς ... τῶν ἀνδ[ρ] ῶν φωναῖς Phld.<i>Lib</i>.fr.5.3.<br /><b class="num">3</b> en v. med.-pas. [[delirar]], [[sufrir alucinaciones]] a causa del olor de un pez ἐνθουσιάζεσθαι ποιεῖ τοὺς ὀσφραινομένους <i>Cyran</i>.1.14.29, τοὺς μυκτῆράς σου χρίε μύρῳ δυνατῷ καὶ οὖκ ἐνθουσιασθήσει τὸ καθόλου <i>Cyran</i>.1.14.31.<br /><b class="num">II</b> c. ac. de abstr. y dat. [[inspirar]], [[insuflar]] ὁ ... τεχνίτης ... ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.4, cf. 23.18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐνθουσιάζω]], Α και ἐνθουσιῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[μεταδίδω]] ενθουσιασμό («με τα [[λόγια]] του ενθουσίαζε τα πλήθη»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον ιδιαίτερη [[χαρά]] («δεν μέ ενθουσιάζει η [[ιδέα]] σου»)<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ενθουσιασμένος</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] ενθουσιασμού ή υπερβολικής ευχαρίστησης («φύγαμε από το [[σπίτι]] του ενθουσιασμένοι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ένθεος]], ενθουσιασμένος ή [[θεόληπτος]], βρίσκομαι σε [[έκσταση]] («ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες, [[ὥσπερ]] οἱ θεομάντεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐνθουσιαζόμενος</i><br />[[φρενοβλαβής]], [[μανιακός]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ενθουσιάζω]], που απαντά στον [[αττικό]] πεζό λόγο, προήλθε από το [[ενθεάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ένθεος]]) πιθ. [[κατά]] τα ρήματα σε -[[σιάζω]] ([[θυσιάζω]] <b>κ.ά.</b>), ενώ ο τ. <i>ενθουσιάω</i>, -<i>ώ</i> σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>ιάω</i>, δηλωτικά ασθένειας ή πάθους. Το -<i>ου</i>- του τ. προήλθε με [[συναίρεση]] του -<i>θεο</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[ένθους]] [[αντί]] [[ένθεος]] στον μτγν. πεζό λόγο. Το ρ. <i>ενθουσιάζομαι</i> σήμαινε στην Αρχαία «εμπνέομαι ή κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε [[έκσταση]] ή [[κατάσταση]] παραφοράς που προέρχεται από [[πάθος]]». Σήμερα χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε περιπτώσεις υπερβολικής χαράς]. | |||
}} | }} |