ἐρωτοπλάνος: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trompe l’amour.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]], [[πλάνη]].
|btext=ος, ον :<br />qui trompe l’amour.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]], [[πλάνη]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐρωτοπλάνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρει σε ερωτική [[ακολασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά το ερωτικό [[πάθος]], που το κάνει να ξεχνιέται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλανώ]]].
}}
}}