Anonymous

ἐρωτοπλάνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐρωτοπλάνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρει σε ερωτική [[ακολασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά το ερωτικό [[πάθος]], που το κάνει να ξεχνιέται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλανώ]]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐρωτοπλάνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρει σε ερωτική [[ακολασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά το ερωτικό [[πάθος]], που το κάνει να ξεχνιέται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλανώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρωτοπλάνος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με [[απάτη]] τον έρωτα, σε Ανθ.
}}
}}