εὐθένεια: Difference between revisions
(6_9) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]]. | |lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθένεια]] και [[εὐθενία]], ή (ΑΜ) [[ευθενής]]<br />[[αφθονία]], [[ευημερία]], [[ευτυχία]] («[[εὐθένεια]] κτημάτων καὶ σωμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]]<br /><b>2.</b> καλή [[φυσική]], σωματική [[κατάσταση]], [[ευρωστία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐθενείας [[ἔπαρχος]]» — [[επιμελητής]] που φροντίζει για τον επισιτισμό τών [[πόλεων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A supply, provisioning, ὀμνύω . . ἔχειν παρ' ἐμαυτῷ χοίρους . . εἰς τὴν εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς . . πόλεως BGU 649.16 (ii A.D.); εἰς εὐθένειαν τῶν . . στρατιωτῶν . . οἴνου ξέστας ib.974.6 (iv A.D.), cf. PGoodsp.Cair.11.5 (iv A.D.), POxy.1412.6 (iii A.D.), 1261.7 (iv A.D.), PLond.3.1245.5 (iv A.D.); πᾶσαν εὐθένειαν supplies of all kinds, POxy.1252v. 14 (iii A.D., but εὐθηνιαρχικός ib.17); [ᾠὰ] πρὸς διάπρασιν καὶ εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς . . πόλεως ib.83.11 (iv A.D.), cf. PSI 4.309 (iv A.D.); ἐραυνηταῖς εὐθεν [ίας] PFay.104.18 (iii A.D.); ἐπὶ τῶν μερισμῶν τῶν σπερμάτων καὶ τῆς εὐθενίας PTeb.397.19 (ii A.D., but κοσμητεύσας εὐθηνίας ib. 15,28); εὐθενίας ἔπαρχος, = Lat. praefectus annonae, IG14.1072 (Rome, ii A.D.); εὐθενείας ἔ. ib.917 (iii A.D.). II welfare, prosperity, abundance, Poll.9.160; gloss on εὔσοια, Sch.S.OC390, v.l. in Arist. Rh.1360b16, HA602a15, al.; good physical condition, τοῦ σκήνεος εὐθένεια cj. for εὐσθ- in Democr.57.
German (Pape)
[Seite 1068] -θενέω, -θενής, s. εὐθήνεια, -θηνέω, -θηνής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθένεια: ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε εὐθηνία, εὐθηνέω.
Greek Monolingual
εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) ευθενής
αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.