αἴτιος: Difference between revisions

2,129 bytes added ,  29 September 2017
2
(T22)
(2)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=, [[that]] in [[which]] the [[cause]] of [[anything]] resides, causative, causing. Hence,<br /><b class="num">1.</b> ὁ [[αἴτιος]] the [[author]]: σωτηρίας, [[αἴτιος]] τῆς ἀπωλείας in [[Bel]] and the Dragon , [[verse]] [[τῶν]] κακῶν, Lucian, Tim. 36, Lipsius edition; [[τῶν]] ἀγαθῶν, Isocr. ad Philippians 49, p. 106a.; cf. Bleek on Heb. vol. 2:2, p. 94f.).<br /><b class="num">2.</b> τό [[αἴτιον]] equivalent to ἡ [[αἰτία]]; [[cause]]: Buttmann, 400 (342) n.).<br /><b class="num">b.</b> [[crime]], [[offence]]: [[αἴτιος]] [[culprit]].) (See [[αἰτία]], 3.)  
|txtha=, [[that]] in [[which]] the [[cause]] of [[anything]] resides, causative, causing. Hence,<br /><b class="num">1.</b> ὁ [[αἴτιος]] the [[author]]: σωτηρίας, [[αἴτιος]] τῆς ἀπωλείας in [[Bel]] and the Dragon , [[verse]] [[τῶν]] κακῶν, Lucian, Tim. 36, Lipsius edition; [[τῶν]] ἀγαθῶν, Isocr. ad Philippians 49, p. 106a.; cf. Bleek on Heb. vol. 2:2, p. 94f.).<br /><b class="num">2.</b> τό [[αἴτιον]] equivalent to ἡ [[αἰτία]]; [[cause]]: Buttmann, 400 (342) n.).<br /><b class="num">b.</b> [[crime]], [[offence]]: [[αἴτιος]] [[culprit]].) (See [[αἰτία]], 3.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) <i>ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αίτιο]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[ένοχος]] κολάσιμης πράξης, [[υπόδικος]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον υπερθ.) <i>αἰτιώτατος</i>, -η, -ον ο [[κυρίως]], ο κατ’ εξοχήν [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]]» (διασώζεται στο σύνθετο [[ἔξαιτος]] «[[περιζήτητος]], [[επίλεκτος]]») <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]». Συμφωνα με την ετυμολογική του [[προέλευση]], το [[αἴτιος]] αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει [[μερίδιο]] από [[κάτι]]», άρα «ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], ο [[αίτιος]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. <i>αἶσα</i>, [[αἰτία]], <i>αἰτῶ</i>. Κατά τον Schwyzer, η [[διατήρηση]] του -<i>τ</i>-προ του -<i>ι</i>- ([[αντί]] της κανονικής τροπής του σε -<i>σ</i>-) οφείλεται σε [[προφύλαξη]], δηλ. στην [[αποφυγή]] συγχύσεως του επιθέτου [[αἴτιος]] με το [[αἴσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀναίτιος]], [[ὑπαίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐπαίτιος]], [[μεταίτιος]], [[συμμεταίτιος]], [[παναίτιος]], [[παραίτιος]], [[συναίτιος]], [[φιλαίτιος]].
}}
}}