Anonymous

αἴτιος: Difference between revisions

From LSJ
1,592 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) <i>ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αίτιο]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[ένοχος]] κολάσιμης πράξης, [[υπόδικος]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον υπερθ.) <i>αἰτιώτατος</i>, -η, -ον ο [[κυρίως]], ο κατ’ εξοχήν [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]]» (διασώζεται στο σύνθετο [[ἔξαιτος]] «[[περιζήτητος]], [[επίλεκτος]]») <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]». Συμφωνα με την ετυμολογική του [[προέλευση]], το [[αἴτιος]] αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει [[μερίδιο]] από [[κάτι]]», άρα «ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], ο [[αίτιος]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. <i>αἶσα</i>, [[αἰτία]], <i>αἰτῶ</i>. Κατά τον Schwyzer, η [[διατήρηση]] του -<i>τ</i>-προ του -<i>ι</i>- ([[αντί]] της κανονικής τροπής του σε -<i>σ</i>-) οφείλεται σε [[προφύλαξη]], δηλ. στην [[αποφυγή]] συγχύσεως του επιθέτου [[αἴτιος]] με το [[αἴσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀναίτιος]], [[ὑπαίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐπαίτιος]], [[μεταίτιος]], [[συμμεταίτιος]], [[παναίτιος]], [[παραίτιος]], [[συναίτιος]], [[φιλαίτιος]].
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) <i>ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αίτιο]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[ένοχος]] κολάσιμης πράξης, [[υπόδικος]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον υπερθ.) <i>αἰτιώτατος</i>, -η, -ον ο [[κυρίως]], ο κατ’ εξοχήν [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]]» (διασώζεται στο σύνθετο [[ἔξαιτος]] «[[περιζήτητος]], [[επίλεκτος]]») <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]». Συμφωνα με την ετυμολογική του [[προέλευση]], το [[αἴτιος]] αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει [[μερίδιο]] από [[κάτι]]», άρα «ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], ο [[αίτιος]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. <i>αἶσα</i>, [[αἰτία]], <i>αἰτῶ</i>. Κατά τον Schwyzer, η [[διατήρηση]] του -<i>τ</i>-προ του -<i>ι</i>- ([[αντί]] της κανονικής τροπής του σε -<i>σ</i>-) οφείλεται σε [[προφύλαξη]], δηλ. στην [[αποφυγή]] συγχύσεως του επιθέτου [[αἴτιος]] με το [[αἴσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀναίτιος]], [[ὑπαίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐπαίτιος]], [[μεταίτιος]], [[συμμεταίτιος]], [[παναίτιος]], [[παραίτιος]], [[συναίτιος]], [[φιλαίτιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἴτιος:''' -α, -ον, σπανιότερα <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰτέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, [[ένοχος]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>αἰτιώτερος</i>, περισσότερο [[ένοχος]], σε Θουκ.· υπερθ. <i>τοὺς αἰτιωτάτους</i>, τους πιο ενόχους από όλους, τους κατεξοχήν ενόχους, σε Ηρόδ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[αἴτιος]], <i>ὁ</i>, [[κατηγορούμενος]], [[υπόδικος]], Λατ. [[reus]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός</i>, αυτοί που διέπραξαν το [[κακό]] [[εναντίον]] του [[πατέρα]] μου, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., <i>οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου</i>, οι ένοχοι για φόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υπαίτιος]], [[πηγή]], [[αρχή]] κάποιου πράγματος, ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Σοφ.· υπερθ., <i>αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι</i>, ο κατεξοχήν [[υπεύθυνος]] για τη [[διεξαγωγή]] ναυμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>αἴτιον</i>, <i>τό</i>, [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}