ἴορκος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_15)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴορκος''': ὁ, ἴδε [[δορκάς]].
|lstext='''ἴορκος''': ὁ, ἴδε [[δορκάς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴορκος]], ὁ (Α)<br />η [[δορκάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από τη Γαλατική (<b>βλ.</b> και λ. [[δορκάς]])].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, ein hirschartiges Thier, vgl. δόρξ, δορκάς, Opp. Cyn. 3, 3, δόρκους ὄρυγάς τε καὶ αἰγλήεντας ἰόρκους, vgl. 2, 296.

Greek (Liddell-Scott)

ἴορκος: ὁ, ἴδε δορκάς.

Greek Monolingual

ἴορκος, ὁ (Α)
η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από τη Γαλατική (βλ. και λ. δορκάς)].