καλλώπισμα: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[καλλώπισμα]]) [[καλλωπίζω]]<br />το [[μέσο]] με το οποίο [[κάποιος]] καλλωπίζεται ή καλλωπίζει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέσο]] με το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσποίηση]] («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, [[φλυαρία]] καὶ οὐδενὸς ἄξια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη [[φράση]].
}}
}}