3,277,180
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλώπισμα''': τό, [[κόσμημα]], [[στολισμός]], τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46. | |lstext='''καλλώπισμα''': τό, [[κόσμημα]], [[στολισμός]], τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]]. | |||
}} | }} |