κανδόχα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_3)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κανδόχα''': «[[κήλη]]· Λάκωνες» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] διορθωτ. κανδόκα· «χηλὴ...».
|lstext='''κανδόχα''': «[[κήλη]]· Λάκωνες» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] διορθωτ. κανδόκα· «χηλὴ...».
}}
{{grml
|mltxt=[[κανδόχα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κήλη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καναδόκα]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κανδόχα: «κήλη· Λάκωνες» Ἡσύχ. (ἔνθα διορθωτ. κανδόκα· «χηλὴ...».

Greek Monolingual

κανδόχα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καναδόκα.