κήλη
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
Att. κάλη [prob.ᾱ], ἡ,
A tumour; esp. rupture, hernia, Hp.Aër. 7 (pl.), AP6.166 (Lucill.), 11.342.
2 hump on a buffalo's back, Arist.HA606a16, in acc. pl. κάλας (v.l. χαίτας); in human beings, Eup.276.1, Gal.7.729, Artem.3.45; καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί... κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες Phryn.PSp.81 B. (Cf. ONorse haull, OSlav. kyla, both = hernia.)
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, att. κάλη, Geschwulst, bes. Bruch; die besondere Art derselben wird von den Aerzten durch Composita angegeben, ἐντεροκήλη, ἐπιπλοκήλη u. ä., Medic.; vgl. B. A. 47, 21.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tumeur, particul. hernie.
Étymologie: DELG rapprochements avec des mots germaniques désignant la hernie.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήλη -ης, ἡ geneesk. zwelling; hernia.
Russian (Dvoretsky)
κήλη: атт. κάλη (ᾱ) ἡ
1 опухоль или вздутие, преимущ. грыжа Anth.;
2 горб (на спине буйвола) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κήλη: Ἀττ. κάλη ᾱ, ἡ, οἴδημα, ὄγκωμα, ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, ἔνθα νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί…, κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, ὑδροκήλη).
Greek Monolingual
η (ΑΜ κήλη, Α αττ. τ. κάλη)
η έξοδος ενός οργάνου από την κοιλότητα στην οποία περιέχεται φυσιολογικά, εξαιτίας κυρίως της ύπαρξης ειδικής ανατομικής προδιάθεσης, εκ γενετής ή επίκτητης
μσν.-αρχ.
οίδημα, όγκος
αρχ.
καμπούρα («καὶ οἱ βόες, ὥσπερ αἱ κάμηλοι, κάλας ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ἀκρωμίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κήλη πιθ. < κᾱF-ελ-ᾱ < ΙΕ ρίζα kau (ә)lā «οίδημα, κήλη» (πρβλ. αρχ. νορβ. haull, αρχ. άνω γερμ. hōla, αρχ. σλαβ. kyla, ρωσ. kila). Ο αττ. τ. κάλη εμφανίζει ᾱ δυσερμήνευτο. Πιθ. κάλη < kặF-ελ-ᾱ, με συναίρεση. Κατ' άλλους, ο τ. θεωρείται δάνειος από μη ιωνική διάλεκτο.
ΠΑΡ. αρχ. κηλήτης, κηλώ
νεοελλ.
κηλικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κηλογράφος, κηλοποιός, κηλοτόμος. (Β' συνθετικό) βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, σαρκοκήλη, υδροκήλη
αρχ.
εντερεπιπλοκήλη, επιπλοεντεροκήλη, επιπλοκήλη, μηροκήλη, πνευματοκήλη, πωροκήλη, σαρκοεπιπλοκήλη, στεατοκήλη, υγροκήλη, υδρεντεροκήλη, υδροκιρσοκήλη
νεοελλ.
αεροκήλη, γαλακτοκήλη, γαστροκήλη, καρδιοκήλη, κοιλοκήλη, λαπαροκήλη, νεφροκήλη, ομφαλοκήλη, ορχεοκήλη, οφθαλμοκήλη, προστατοκήλη, πρωκτοκήλη, σπερματοκήλη, σπληνοκήλη, τραχειοκήλη].
Greek Monotonic
κήλη: Αττ. κάλη [ᾱ], ἡ, οίδημα, όγκος, ιδίως, διακοπή, διάρρηξη, Λατ. hemia, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: tumour; rupture, hernia (Hp., AP), hump (Eup., Arist.);
Dialectal forms: Att. κάλη
Compounds: as 1. member in κηλο-τομία operation for hernia; as 2. member in ἐντερο-, σαρκο-κήλη (medic.; Strömberg Wortstudien 69f.).
Derivatives: κηλήτης, Att. καλήτης m. with hernia (Str., Gal., Phryn.), (ἐντερο-)-κηλικός (Dsc., Gal.); κάλαμα ὄγκος H. (Chantraine Formation 186f.); denomin. verb καλάζει ὀγκοῦται. Ἀχαιοί H. On κηλᾶς bird s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [536] *keh₂u(e)l- tumour, rupture
Etymology: The difference between Ion. κήλη and Att. κάλη (acc. to gramm. α long) is not explained. Rückverwandlung of PAtt. η > α cannot be accounted for; diff. ablaut-forms: *καϜ-ελ-α > κήλη, *καϜ-ελ-α > κάλη (Kretschmer KZ 31, 471f. doubting) is not attractive. Then κάλη must be an unattic term (Björck Alpha impurum 70 doubting); there is no proof. - A remarkable agreement gives a Germanic term for groin rupture, OWNo. haull m., OE hēala m., OHG hōla f., PGm. *haula(n)-, -ō(n); from Slavic territoy we find with the same meaning Csl. kyla, Russ. kilá, also knag on a tree, with Lith. kū́las navel-rupture(?), kū́la thickening, swelling, knag. Al forms mentioned can go back on an l-stem *kāu̯el-, kaul-, kūl- (cf. on ἥλιος). - Pok. 536f., W.-Hofmann s. cūlus, Vasmer Wb. s. kilá.
Middle Liddell
a tumor, esp. a rupture, Lat. hernia, Anth.
Frisk Etymology German
κήλη: {kḗlē}
Forms: att. κάλη
Grammar: f.
Meaning: Geschwulst, Bruch (Hp., AP), Buckel, Höcker (Eup., Arist. usw.);
Composita: als Vorderglied in κηλοτομία Bruchoperation, als Hintergkied in ἐντερο-, σαρκοκήλη u. a. (Mediz.; Strömberg Wortstudien 69f.).
Derivative: Davon κηλήτης, att. καλήτης m. mit einem Bruche behaftet (Str., Gal., Phryn. u. a.), (ἐντερο-)-κηλικός (Dsk., Gal.); κάλᾳμα· ὄγκος H. (Erweiterung, Chantraine Formation 186f.); denominatives Verb καλάζει· ὀγκοῦται. Ἀχαιοί H. Zu κηλᾶς Vogelname s. bes.
Etymology: Der Gegensatz zwischen ion. κήλη und att. κάλη (nach den Gramm. α lang) ist nicht aufgeklärt. Die Annahme einer Rückverwandlung von uratt. η zu α (WP. 1, 333) ist nicht zu begründen; eine Zurückführung auf im Ablaut verschiedene Grundformen: *καϝελα > κήλη, *καϝελα > κάλη (Kretschmer KZ 31, 471f. zweifelnd) ist ein wenig verlockender Ausweg. So bleibt die Möglichkeit, in κάλη einen nichtattischen Terminus zu erblicken (Björck Alpha impurum 70 zögernd); der Beweis steht noch aus. — Eine auffallende Ähnlichkeit zeigt ein germanischer Ausdruck für Leistenbruch, awno. haull m., ags. hēala m., ahd. hōla f., urg. *haula(n)-, -ō(n); aus slavischem Gebiet kommen in derselben Bedeutung hinzu ksl. kyla, russ. kilá, auch Knorren am Baum u. a., wozu lit. kū́las Nabelbruch, kū́la Verdickung, Anschwellung, Auswuchs, Knorren stimmen. Alle oben genannten Formen lassen sich auf einen idg. l-Stamm *qāu̯el-, qaul-, qūl- zurückführen (vgl. zu ἥλιος). — WP. 1, 333, Pok. 536f., W.-Hofmann s. cūlus, Vasmer Wb. s. kilá. Ältere Lit. auch bei Bq.
Page 1,839-840