καρτερικός: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς [[πρός]] [[τι]] capable de supporter qch;<br /><i>Sp.</i> καρτερικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]].
|btext=ή, όν :<br />ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς [[πρός]] [[τι]] capable de supporter qch;<br /><i>Sp.</i> καρτερικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καρτερικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει με [[γενναιότητα]]<br />(«πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει [[χωρίς]] να κάμπτεται<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει [[εμμονή]] και [[σταθερότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρτερικόν</i><br />η [[καρτερικότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζητά από κάποιον [[υπομονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρτερῶ</i>].
}}
}}