Anonymous

καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καρτερικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει με [[γενναιότητα]]<br />(«πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει [[χωρίς]] να κάμπτεται<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει [[εμμονή]] και [[σταθερότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρτερικόν</i><br />η [[καρτερικότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζητά από κάποιον [[υπομονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρτερῶ</i>].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καρτερικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει με [[γενναιότητα]]<br />(«πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει [[χωρίς]] να κάμπτεται<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει [[εμμονή]] και [[σταθερότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρτερικόν</i><br />η [[καρτερικότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζητά από κάποιον [[υπομονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρτερῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρτερικός:''' -ή, -όν ([[καρτερός]]), [[ικανός]] προς [[εγκαρτέρηση]], [[υπομονετικός]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
}}