θειαστικός: Difference between revisions

16
(6_11)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θειαστικός''': -ή, -όν, ὥς τις [[θεόπνευστος]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Α΄. 16.
|lstext='''θειαστικός''': -ή, -όν, ὥς τις [[θεόπνευστος]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Α΄. 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[θειαστικός]], -ή, -όν (Α) [[θειαστής]]<br />αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν [[θεόπνευστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειαστικώς</i><br />με θεόπνευστο τρόπο.
}}
}}