θειαστικός

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειαστικός Medium diacritics: θειαστικός Low diacritics: θειαστικός Capitals: ΘΕΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theiastikós Transliteration B: theiastikos Transliteration C: theiastikos Beta Code: qeiastiko/s

English (LSJ)

θειαστική, θειαστικόν, like one inspired. Adv. θειαστικῶς Poll.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

θειαστικός: -ή, -όν, ὥς τις θεόπνευστος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.

Greek Monolingual

θειαστικός, -ή, -όν (Α) θειαστής
αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος.
επίρρ...
θειαστικώς
με θεόπνευστο τρόπο.