κίκυμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(a)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ὁ, = Vorigem, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ὁ, = Vorigem, Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίκυμος]] και [[κίκυβος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[λαμπτήρ]]»<br /><b>2.</b> «γλαῡξ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλοι τ. της λ. <i>κικκάδη</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, = Vorigem, Hesych.

Greek Monolingual

κίκυμος και κίκυβος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «λαμπτήρ»
2. «γλαῡξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. της λ. κικκάδη].