κοσμοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(21) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσμοφύλαξ''': ὁ, ὁ τοῦ κόσμου [[φύλαξ]], Γρηγ. Θεολ. 1016C. | |lstext='''κοσμοφύλαξ''': ὁ, ὁ τοῦ κόσμου [[φύλαξ]], Γρηγ. Θεολ. 1016C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοσμοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που φρουρεί το [[σύμπαν]]<br /><b>2.</b> ανώτερο ιερατικό [[αξίωμα]], ο [[φύλακας]] της τάξης και ευπρέπειας της Εκκλησίας. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:40, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοφύλαξ: ὁ, ὁ τοῦ κόσμου φύλαξ, Γρηγ. Θεολ. 1016C.
Greek Monolingual
κοσμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν
2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας της τάξης και ευπρέπειας της Εκκλησίας.