λιμφός: Difference between revisions

23
(6_23)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.
|lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμφός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συκοφάντης]], ἤ μηνυτὴς παρανόμων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις [[κατά]] τις οποίες η λ. συνδέεται με τα [[ἀλείφω]], [[λίπος]] ή με [[μέσο]] άνω γερμ. <i>slimp</i> «[[λοξά]]» δεν [[είναι]] αποδεκτές].
}}
}}