3,270,341
edits
(6_23) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ. | |lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιμφός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συκοφάντης]], ἤ μηνυτὴς παρανόμων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις [[κατά]] τις οποίες η λ. συνδέεται με τα [[ἀλείφω]], [[λίπος]] ή με [[μέσο]] άνω γερμ. <i>slimp</i> «[[λοξά]]» δεν [[είναι]] αποδεκτές]. | |||
}} | }} |