λοῦσσον: Difference between revisions

23
(6_21)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοῦσσον''': τό, ἡ [[ῥητινώδης]] [[ἐντεριώνη]], τὸ δᾳδὶ τῆς [[ἐλάτης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 7.
|lstext='''λοῦσσον''': τό, ἡ [[ῥητινώδης]] [[ἐντεριώνη]], τὸ δᾳδὶ τῆς [[ἐλάτης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 7.
}}
{{grml
|mltxt=λοῡσσον, τὸ (Α)<br />η λευκή [[ρητινώδης]] [[εντεριώνη]] του ελάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε <i>λovκ</i>-<i>yoν</i> και [[είναι]] παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «[[λευκότητα]], φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>loug</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leuq</i>- «[[λάμπω]], [[φωτεινός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lux</i> «φως»). Η λ., [[επομένως]], θα είχε αρχικά τη σημ. «[[φωτεινότητα]], ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>luča</i> «[[ακτίνα]]», λατ. <i>lucus</i> «[[δάσος]]» και με τα: [[λευκός]], [[λεύσσω]], [[λύχνος]].
}}
}}