μελάνδειρος: Difference between revisions

24
(6_15)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάνδειρος''': ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.
|lstext='''μελάνδειρος''': ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάνδειρος]], (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δειρή]] «[[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιολό</i>-<i>δειρος</i>, <i>υψί</i>-<i>δειρος</i>)].
}}
}}