μελάνδειρος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδειρος Medium diacritics: μελάνδειρος Low diacritics: μελάνδειρος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: melándeiros Transliteration B: melandeiros Transliteration C: melandeiros Beta Code: mela/ndeiros

English (LSJ)

ὁ, a small bird, Id.

German (Pape)

[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελάνδειρος, (Α)
αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολόδειρος, υψίδειρος)].