μοργή: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(6_10)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοργή''': ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[μορτή]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 151.
|lstext='''μοργή''': ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[μορτή]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 151.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοργή]] (Α)<br />[[μορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. εσφ γρφ. του [[μορτή]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, μοργίον, s. L, für μορτή, μορτίον.

Greek (Liddell-Scott)

μοργή: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ μορτή, Πολυδ. Ζ΄, 151.

Greek Monolingual

μοργή (Α)
μορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ γρφ. του μορτή.