μολοσσίαμβος: Difference between revisions

25
(6_15)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολοσσίαμβος''': ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ [[ἴαμβος]], Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
|lstext='''μολοσσίαμβος''': ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ [[ἴαμβος]], Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολοσσίαμβος]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[πούς]]) [[μετρικός]] [[πους]] που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, [[δηλαδή]] -<i>υ</i>-.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
}}
}}