μολοσσίαμβος

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολοσσίαμβος Medium diacritics: μολοσσίαμβος Low diacritics: μολοσσίαμβος Capitals: ΜΟΛΟΣΣΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: molossíambos Transliteration B: molossiambos Transliteration C: molossiamvos Beta Code: molossi/ambos

English (LSJ)

[ῐ] (sc. πούς), ὁ, the foot, Diom.p.481 K.

Greek (Liddell-Scott)

μολοσσίαμβος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ ἴαμβος, Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.

Greek Monolingual

μολοσσίαμβος, ὁ (Α)
(ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, δηλαδή -υ-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + ἴαμβος.