ἀκούρευτος: Difference between revisions

2
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no afeitado]], <i>Et.Gen</i>.α 995, <i>Gloss</i>.2.223.
|dgtxt=-ον [[no afeitado]], <i>Et.Gen</i>.α 995, <i>Gloss</i>.2.223.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκούρευτος]], -ον) [[κουρεύω]]<br />αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό [[μηχάνημα]] τα περιττά κλαδιά ή [[φύλλωμα]].
}}
}}