ἀκούρευτος

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκούρευτος Medium diacritics: ἀκούρευτος Low diacritics: ακούρευτος Capitals: ΑΚΟΥΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akoúreutos Transliteration B: akoureutos Transliteration C: akoyreftos Beta Code: a)kou/reutos

English (LSJ)

ἀκούρευτον, (κουρεύω) unshaven, unshorn, EM120.28, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον no afeitado, Et.Gen.α 995, Gloss.2.223.

German (Pape)

[Seite 78] VLL., ungeschoren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκούρευτος: -ον, (κουρεύω) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύω
αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του
νεοελλ.
(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.