ἀνήλιπος: Difference between revisions

4
(6_6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήλῐπος''': Δωρ. ἀνάλ-, ον, [[ἄνευ]] πεδίλων, [[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]], «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, [[νηλίπους]] (ἐκ τοῦ [[ἦλιψ]], καθ’ ἃ λέγεται, [[ὅπερ]] ἦν Δωρικὸν [[πέδιλον]]).
|lstext='''ἀνήλῐπος''': Δωρ. ἀνάλ-, ον, [[ἄνευ]] πεδίλων, [[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]], «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, [[νηλίπους]] (ἐκ τοῦ [[ἦλιψ]], καθ’ ἃ λέγεται, [[ὅπερ]] ἦν Δωρικὸν [[πέδιλον]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνήλιπος]], -ον (Α)<br />[[ανυπόδητος]], ξυπόλητος<br /><b>βλ.</b> [[νήλιπος]].
}}
}}