3,258,334
edits
(6_6) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήλῐπος''': Δωρ. ἀνάλ-, ον, [[ἄνευ]] πεδίλων, [[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]], «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, [[νηλίπους]] (ἐκ τοῦ [[ἦλιψ]], καθ’ ἃ λέγεται, [[ὅπερ]] ἦν Δωρικὸν [[πέδιλον]]). | |lstext='''ἀνήλῐπος''': Δωρ. ἀνάλ-, ον, [[ἄνευ]] πεδίλων, [[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]], «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, [[νηλίπους]] (ἐκ τοῦ [[ἦλιψ]], καθ’ ἃ λέγεται, [[ὅπερ]] ἦν Δωρικὸν [[πέδιλον]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνήλιπος]], -ον (Α)<br />[[ανυπόδητος]], ξυπόλητος<br /><b>βλ.</b> [[νήλιπος]]. | |||
}} | }} |