Anonymous

ἀνήλιπος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνήλιπος]], -ον (Α)<br />[[ανυπόδητος]], ξυπόλητος<br /><b>βλ.</b> [[νήλιπος]].
|mltxt=[[ἀνήλιπος]], -ον (Α)<br />[[ανυπόδητος]], ξυπόλητος<br /><b>βλ.</b> [[νήλιπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήλῐπος:''' Δωρ. ἀν-άλ-, <i>-ον</i> ([[ἦλιψ]], είδος παπουτσιού), αυτό που δεν έχει πέδιλα, [[ανυπόδητος]], [[ξυπόλυτος]], σε Θεόκρ.
}}
}}