βοστρύχωμα: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
(6_5)
(7)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοστρύχωμα''': -ατος, τό, [[πλόκαμος]] τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.
|lstext='''βοστρύχωμα''': -ατος, τό, [[πλόκαμος]] τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοστρύχωμα]], το (Μ) [[βοστρυχούμαι]]<br />μαλλιά με μπούκλες.
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 454] τό, das Gelockte, Geringelte, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

βοστρύχωμα: -ατος, τό, πλόκαμος τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.

Greek Monolingual

βοστρύχωμα, το (Μ) βοστρυχούμαι
μαλλιά με μπούκλες.