γαληναίος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_4)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαληναίος''': -α, -ον, =[[γαληνός]], Ἀνθ. Π. 10. 21, κτλ.― Ἐπίρρ. –ως Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 319.
|lstext='''γαληναίος''': -α, -ον, =[[γαληνός]], Ἀνθ. Π. 10. 21, κτλ.― Ἐπίρρ. –ως Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 319.
}}
{{grml
|mltxt=γαληναῑος, -α και -η, -ον (Α)<br />ο [[γαληνός]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γαληναίος: -α, -ον, =γαληνός, Ἀνθ. Π. 10. 21, κτλ.― Ἐπίρρ. –ως Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 319.

Greek Monolingual

γαληναῑος, -α και -η, -ον (Α)
ο γαληνός.