γαληνός
English (LSJ)
όν (ή, όν Cat.Cod.Astr.1.136), calm, especially of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or.279; of persons, gentle, Id.IT345; γ. προσφθέγματα Id.Hec.1160; γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn.812a1; βίος Pl.Ax.370d, Ph.1.411; τὸ γαληνόν = calmness Them.Or.34p.459D.; as title, γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16 (vi A. D.). Adv. γαληνῶς = calmly D.L.9.45: Comp. γαληνότερον J.BJ1.28.2.
Spanish (DGE)
(γᾰληνός) -όν
1 calmado, sereno, tranquilo s. cont., Ibyc.228.1S., esp. de la mar, puertos, Str.1.3.8, Longus 2.25.2, Aesop.223, gener. ἅπαντα Luc.DMar.9.2, ὅρμος Longus 2.25.2, κίνημα Hld.3.3.7, Simp.in Epict.p.66
•fig. ψυχαί Cat.Cod.Astr.1.136.13
•de pers. apacible, sereno E.IT 345, M.Ant.7.75
•de palabras suave γαληνὰ προσφθέγματα E.Hec.1160
•neutr. compar. como adv. γαληνότερον más suavemente γ. διαλέγεσθαι Rom.Mel.82.ιηʹ.2
•γαληνὴ ἕξις μετώπου disposición suave de la frente Arist.Phgn.812a1, ὄμματα I.BI 1.558, βίος γ. vida apacible Pl.Ax.370d, Plu.2.8a, Ph.1.411
•neutr. subst. γαλήν' ὁρῶ = veo la calma E.Or.279, τὸ γαληνόν la tranquilidad Them.Or.34.459, Eust.Op.343.80.
2 sup. γαληνότατος fórmula de tratamiento serenísimo (lat. serenissimus) δεσπότης SB 12250.6 (V/VI d.C.), PGrenf.1.60.16 (VI d.C.), PKöln 157.25 (VI d.C.), PMasp.243.19 (VI d.C.).
3 adv. γαληνῶς = serena, tranquilamente διάγειν D.L.9.45, cf. Gr.Naz.M.35.1024B.
German (Pape)
[Seite 472] όν, windstill, ruhig; vom Meere Eur. Or. 279; Luc. D. Mar. 10, 2; übh. ruhig, heiter, προσφθέγματα Eur. Hec. 1160; εἴς τινα I. A. 345; βίος Plat. Ax. 370 d u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
calme, serein.
Étymologie: cf. γαλήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαληνός -όν γαλήνη kalm, rustig:; ἐκ κυμάτων... αὖθις αὖ γαλήν (α) ὁρῶ na de golven zie ik nu weer een kalme zee Eur. Or. 279; overdr.: ἐκ γαληνῶν... προσφθεγμάτων na hun bedaarde woorden Eur. Hec. 1160; ὦ καρδία... πρὶν... ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα o hart, vroeger was je rustig jegens vreemdelingen Eur. IT 345.
Russian (Dvoretsky)
γᾰληνός: спокойный, безмятежный (ἐκ κυμάτων γαλήν᾽ ὀρᾶν Eur.; γαληνὰ ἄπαντα ἔστω Luc.; προσφθέγματα Eur.; βίος Plat., Plut.).
Middle Liddell
γαλήνη
calm; γαλήν' ὁρῶ I see a calm, Eur.; of persons, gentle, Eur.
Greek Monolingual
και αγαληνός, -ή, -ό (AM γαληνός, -ή, -όν, Α και γαληνός, -όν)
1. γαλήνιος, ατάραχος («γαληνή θάλασσα», «ὅρμος γαληνός», Προδρ.
«γαλήν' ὁρῶ», Ευρ.)
2. ήπιος, ευγενικός (α. «ἧθος σεμνὸν καὶ γαληνόν» β. «γαληνά προσφθέγματα», Ευρ.)
μσν.- νεοελλ.
Ι. σιγανός, ήσυχος («το ψαλτήρι σου ύμνο γαληνό το κάνεις»)
II. (ο υπερθ.)
1. γαληνότατος
προσηγορία βασιλέων και ηγεμόνων
2. «η Γαληνοτάτη Δημοκρατία» — το κράτος τών Βενετών
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ γαληνόν
η γαλήνη
νεοελλ.
επίρρ. γαληνά
1. ήρεμα, αργά
2. σιγανά, ψιθυριστά
3. μαλακά, τρυφερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαληνός < γαλήνη, σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -ηνός. Κατ' άλλους γαληνός < γαλασνο-].
Greek Monotonic
γαληνός: -όν (γαλήνη), ήρεμος· γαλήν' ὁρῶ (ουδ. πληθ.) βλέπω γαλήνη, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, γαλήνιος, πράος, ήσυχος, μαλακός, ήπιος.
Greek (Liddell-Scott)
γαληνός: -όν, ἥσυχος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) βλέπω γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· γ. ἦμαρ, κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, μαλακός, ἤπιος, Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ ἕξις μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.
English (Woodhouse)
calm, peaceful, quiet, of leather, of the sea
Translations
quiet
Afrikaans: stil; Albanian: i qetë; Arabic: صَامِت, هَادِئ; Egyptian Arabic: هادي; Armenian: հանգիստ, հանդարտ; Asturian: quietu, silenciosu; Azerbaijani: səssiz; Bashkir: шым, тыныс; Belarusian: ці́хі; Bengali: শান্ত, খামোশ; Breton: sioul; Bulgarian: тих; Burmese: ဆိတ်; Catalan: silenciós, tranquil; Chamicuro: chkesi; Cherokee: ᎡᎷᏪᎢ, ᎡᏝᏪᎢ; Chickasaw: chokkíllissa; Chinese Mandarin: 安靜, 安静, 寧靜, 宁静; Czech: tichý; Danish: stille, tyst; Dutch: stil, rustig, vredig, geruisloos, geluidloos; Esperanto: mallaŭta; Estonian: vaikne; Finnish: hiljainen, äänetön; French: calme, silencieux; Friulian: cuiet, cujet; Galician: silencioso, silandeiro, calmo; Georgian: ხმადაბალი, ჩუმი, წყნარი; German: still, ruhig, leise; Greek: ήρεμος, σιγανός, σιωπηλός; Ancient Greek: ἤρεμος, ἥσυχος, ἅσυχος, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, γαληνός, ἠρεμαῖος, ἀτρεμής, σιγηλός, σιωπηλός; Hebrew: שֶׁקֶט; Hindi: ख़ामोश; Hungarian: csendes, halk; Icelandic: hljóður; Ido: quieta; Interlingua: quiete; Irish: ciúin; Italian: quieto, silenzioso; Japanese: 静かな; Kazakh: тыныш; Khmer: ស្ងាត់; Korean: 조용하다; Kurdish Central Kurdish: ھێمن, وسکت; Kyrgyz: тынч; Laboya: kawannara, karadda, kaʼdanna; Lao: ງຽບ, ຈ້ອຽ; Latin: tacitus, silens; Latvian: kluss; Lithuanian: tylus; Luxembourgish: roueg, stëll, lues; Macedonian: тивок, тих; Malay: diam, senyap; Jawi: ديام, سڽڤ; Maori: māika, hū; Marathi: शांत; Mongolian: тайван, тогтуун; Northern Sami: jaskat; Norwegian Bokmål: stille; Nynorsk: stille; Occitan: silenciós; Ottoman Turkish: صوص; Persian: خاموش, آرام, کم صدا; Plautdietsch: stell; Polish: cichy; Portuguese: quieto, silencioso; Punjabi: ਚੁੱਪ-ਚਾਪ; Romanian: încet, liniștit, silențios; Russian: тихий; Scottish Gaelic: sèimh, sàmhach, socair, ciùin; Serbo-Croatian Cyrillic: ти̏х; Roman: tȉh; Sicilian: cuetu, quetu; Sinhalese: නිශ්ශබ්ද; Slovak: tichý; Slovene: tih; Sorbian Lower Sorbian: śichy; Spanish: quieto, silencioso, tranquilo, calmo, pacífico, silente, callado; Swedish: tyst, stilla; Tajik: паст; Telugu: నిశ్శబ్దం; Thai: เงียบ, นิ่ง, สงบ; Turkish: sessiz; Turkmen: ýuwaş, sessiz; Ukrainian: тихий; Urdu: خاموش; Uzbek: tinch; Venetian: chieto, chiet, cet, poxado, cucio; Vietnamese: yên tĩnh, im lặng; Volapük: stilik; Walloon: påjhire, påjhûle; Yiddish: שטיל, רויִק