γατόμος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(big3_9) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-. | |dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γατόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «[[γατόμος]] [[δίκελλα]]» β. «[[γατόμος]] Πάρμις», το όνομα του γεωργού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γᾱ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], δωρ. τ. του <i>γήτομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, Dor. for γή-τομος,
A cleaving the ground, δίκελλα A.Fr. 196, cf. AP6.95 (Antiphil.), Hsch. s.v. τμήγας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾱτόμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-τόμος, ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. γάπεδον) κόπτων τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ γατόμος cultivateur.
Étymologie: γῆ, τέμνω.
Spanish (DGE)
(γᾱτόμος) -ον
1 que corta la tierra, δίκελλα A.Fr.196.
2 subst. ὁ γ. labrador, AP 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.
Greek Monolingual
γατόμος, -ον (Α)
αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «γατόμος δίκελλα» β. «γατόμος Πάρμις», το όνομα του γεωργού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γᾱ) + -τομος < τέμνω, δωρ. τ. του γήτομος].