Anonymous

γατόμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γατόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «[[γατόμος]] [[δίκελλα]]» β. «[[γατόμος]] Πάρμις», το όνομα του γεωργού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γᾱ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], δωρ. τ. του <i>γήτομος</i>].
|mltxt=[[γατόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «[[γατόμος]] [[δίκελλα]]» β. «[[γατόμος]] Πάρμις», το όνομα του γεωργού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γᾱ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], δωρ. τ. του <i>γήτομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γᾱτόμος:''' -ον, Δωρ. αντί γη-[[τόμος]] ([[τέμνω]]), αυτός που προκαλεί [[ρήγμα]], [[τομή]] στο [[έδαφος]], σε Ανθ.
}}
}}