3,273,773
edits
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γλήνα Cerc.4.20<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[globo ocular]], [[ojo]] τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo</i>, <i>Il</i>.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.<i>OT</i> 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403<br /><b class="num">•</b>fig. ὀξέη γ. vista aguda</i> Babr.77.4.<br /><b class="num">2</b> [[niña]] o [[pupila]] ocular, o bien [[imagen]] reflejada en la misma, de donde despect. [[niña]] o [[muñeca]] en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. <i>Il</i>.8.164, γλήνην τὸ [[εἴδωλον]] τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.<i>Onom</i>.24, cf. Orph.<i>L</i>.673, Poll.2.70, Hsch.<br /><b class="num">II</b> anat. [[cavidad]] en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[panal de abejas]] Hsch., Eust.1344.54, <i>AB</i> 233.5, <i>EM</i> 234.13G.<br /><b class="num">2</b> v. [[γλίνη]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>gelH<sup>u̯</sup>3</i>- ‘brillar’ en grado ø/P y <i>ē</i> analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado [[γέλως]], [[γέλας]], arm. <i>gału</i>, etc. | |dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γλήνα Cerc.4.20<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[globo ocular]], [[ojo]] τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo</i>, <i>Il</i>.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.<i>OT</i> 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403<br /><b class="num">•</b>fig. ὀξέη γ. vista aguda</i> Babr.77.4.<br /><b class="num">2</b> [[niña]] o [[pupila]] ocular, o bien [[imagen]] reflejada en la misma, de donde despect. [[niña]] o [[muñeca]] en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. <i>Il</i>.8.164, γλήνην τὸ [[εἴδωλον]] τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.<i>Onom</i>.24, cf. Orph.<i>L</i>.673, Poll.2.70, Hsch.<br /><b class="num">II</b> anat. [[cavidad]] en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[panal de abejas]] Hsch., Eust.1344.54, <i>AB</i> 233.5, <i>EM</i> 234.13G.<br /><b class="num">2</b> v. [[γλίνη]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>gelH<sup>u̯</sup>3</i>- ‘brillar’ en grado ø/P y <i>ē</i> analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado [[γέλως]], [[γέλας]], arm. <i>gału</i>, etc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[γλήνη]])<br /><b>1.</b> [[αβαθής]] [[κοιλότητα]] άρθρωσης<br /><b>2.</b> η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> το μικρό [[είδωλο]] που σχηματίζεται στην [[κόρη]] του ματιού<br /><b>3.</b> [[κούκλα]], παιδικό [[παιχνίδι]] <b>φρ.</b>, «<i>ἔρρε</i>, <i>κακὴ [[γλήνη]]» — χάσου, [[παλιοκόριτσο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γλήνη]], [[γλήνος]] αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Αν ως [[αφετηρία]] τών ποικίλων χρήσεων τών λέξεων εκληφθεί η [[έννοια]] «[[λάμπω]], [[λαμποκοπώ]]», [[τότε]] μπορούν να συσχετιστούν με τα [[γαλήνη]], [[γέλως]] [[χωρίς]] να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η αρχική δισύλλαβη [[ρίζα]] (<i>γλη</i>- ή <i>γλα</i>- ή [[ακόμη]] και <i>γλασ</i>-). Η [[αναγωγή]] της λ. [[γλήνη]] «[[κούκλα]]» σε αιγαιακό [[υπόστρωμα]], [[καθώς]] και ο [[συσχετισμός]] της με το σλαβ. <i>zr</i><i>ě</i><i>nica</i> «[[κόρη]] οφθαλμού» [[είναι]] [[μάλλον]] επισφαλείς. Παρόμοια [[προς]] το [[γλήνος]] (με [[επίθημα]] - <i>n</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>es</i>-) σχηματίζονται λέξεις που δηλώνουν κοινωνική ή θρησκευτική [[αξία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άφενος]] «[[πλούτος]], [[περιουσία]]», [[τέμενος]] κ.λπ. Αξιόλογη, από πλευράς σημασιολογικής εξελίξεως, [[είναι]] η ήδη ομηρική [[λέξη]] [[γλήνη]], που εμφανίζει τις σημασίες «[[κόρη]] του ματιού», «[[μάτι]]», (συνεκδοχικά) «το μικρό [[είδωλο]] που σχηματίζεται στην [[κόρη]] του ματιού», απ' όπου «[[κούκλα]], παιδικό [[παιγνίδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> φρ. ἔρρε, κακή «[[γλήνη]]»), [[επειδή]] οι διάφορες εικόνες αντικαθρεφτίζονται μικροσκοπικές στα μάτια (<b>[[πρβλ]].</b> αντίστροφη σημασιολογική [[εξέλιξη]] στο [[κόρη]] «[[κορίτσι]], [[κοπέλα]]» απ' όπου «[[κόρη]] ματιού»). Τέλος, οι σημασίες «[[αβαθής]] [[κοιλότητα]] αρθρώσεως» (μικρότερη από την [[κοτύλη]] «[[οτιδήποτε]] [[κοίλο]], [[κοιλότητα]]») και «[[κερήθρα]]» αποτελούν μεταφορικές χρήσεις που έχουν ως [[αφετηρία]] πιθ. τη [[σημασία]] τη σχετική με το [[μάτι]]]. | |||
}} | }} |