γλήνη

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλήνη Medium diacritics: γλήνη Low diacritics: γλήνη Capitals: ΓΛΗΝΗ
Transliteration A: glḗnē Transliteration B: glēnē Transliteration C: glini Beta Code: glh/nh

English (LSJ)

ἡ,
A eyeball, Il.14.494, Od.9.390; τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει, Ruf. Onom.24, cf. Poll.2.70; poet. eye, S.OT1277; Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.4.18.
II ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, perhaps doll, plaything (since figures are reflected small in the pupil, cf. κόρη).
III socket of a joint, distinguished from κοτύλη as being not so deep, Gal.2.736.
IV honeycomb, AB233, Hsch.
V = γλίνη (q.v.), Hdn. Gr.1.330.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. γλήνα Cerc.4.20
I 1globo ocular, ojo τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo, Il.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης Od.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.OT 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403
fig. ὀξέη γ. vista aguda Babr.77.4.
2 niña o pupila ocular, o bien imagen reflejada en la misma, de donde despect. niña o muñeca en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, γλήνην τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.Onom.24, cf. Orph.L.673, Poll.2.70, Hsch.
II anat. cavidad en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.
III 1panal de abejas Hsch., Eust.1344.54, AB 233.5, EM 234.13G.
2 v. γλίνη.
• Etimología: De la r. *gelH3- ‘brillar’ en grado ø/P y ē analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado γέλως, γέλας, arm. gału, etc.

v. γλῆνος (adornos, alhajas, bienes, bisutería, brillantes)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 prunelle de l'œil, pupille;
2 à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille figurine, poupée ; ironiq. ἔρρε κακὴ γλήνη IL sauve-toi, poltronne petite fille !.
Étymologie: R. Γαλ > Γλη, briller ; cf. γελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλήνη -ης, ἡ [~ γαλήνη ?] oogbol, oog:; φοίνιαι... γλῆναι bloedende ogen Soph. OT 1277; uitbr. poppetje (zoals de miniatuurbeelden die in de pupil weerspiegelen):. ἔρρε, κακὴ γλήνη loop naar de hel, laffe pop Il. 8.164.

German (Pape)

(γλαύσσω, *γλάω, λάω¹), ἡ,
1 Augenstern, Pupille, Medic.; Augapfel Il. 14.494, Od. 9.390; Soph. O.R. 1277 und sp.D.; ἀστράπτουσαι Sosipat. 3 (V.56); vgl. κόρη.
2 von dem im Auge verkleinert erscheinenden Bilde des Menschen, Puppe, Püppchen, Hesych.; scheltend, ἔρρε, κακὴ γλήνη, weg feige Dirne ! Il. 8.164.
3 bei einigen Medic. = κοτύλη, Knochen-gelenkvertiefung.
4 Bienenzelle, Vetera Lexica.

Russian (Dvoretsky)

γλήνη:
1 зрачок (γλῆναι ὑπ᾽ ὀφρύσιν ἀστράπουσαι Anth.);
2 глазное яблоко Hom., Soph.;
3 презр. человечишко, ничтожество (κακὴ γ. Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: eyeball (Hom.; also reviling Θ 164), also pupil of the eye (Ruf. Onom., H.), metaph. socket of a joint (Gal.), honeycomb (AB, H.)
Derivatives: γλήνεα n. pl. gaudy things, trinkets (Ω 192), stars (Arat.); sg. γλῆνος = γλήνη (Nic.), = φάος H. - γληνίς (IG 5 [1] 1447, 9, Messene III-IIa) meaning unknown. Artificial is hellenistic γλήν = γλήνη (Hermesian.), cf. Schwyzer 584 A. 6. PN: Γλῆνος, Γλῆνις, Γληνώ, Γληνεύς. - Unclear is the meaning of τρί-γληνα (ἕρματα Hom.); τρίγληνος also as attribute of Hecate (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A problem is that the basic meaning of the word is unknown. One compares γαλήνη, γέλως, but also γλαινοί τὰ λαμπρύσματα τῶν περικεφαλαιῶν, οἷον ἀστέρες H. The last word is only known from this gloss. DELG says it is imprudent to connect the words. Connection as an IE word is possible (gleh₂-i-) but uncertain and unconvincing. Comparison of γλαινοί with OHG kleini gleaming, elegant, fine, klein, OE clæne clean is also quite uncertain. Doubtful Machek Listy filol. 72, 70 (to Slav. zrěnica pupil) . - Lamer IF 48, 231f., assumes a basic meaning puppet and thinks the word is Pre-Greek. If we connect γλαινοί, which seems possible, the word is Pre-Greek (α/αι is frequent in these words; cf. γηθυλλίς / γαιθυλλάδαι).

English (Autenrieth)

pupil of the eye, Od. 9.390; as term of reproach, κακὴ γλήνη, ‘doll,’ ‘girl,’ coward, Il. 8.164.

Greek Monolingual

η (Α γλήνη)
1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης
2. η κόρη του ματιού
αρχ.
1. το μάτι
2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού
3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» — χάσου, παλιοκόριτσο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Αν ως αφετηρία τών ποικίλων χρήσεων τών λέξεων εκληφθεί η έννοια «λάμπω, λαμποκοπώ», τότε μπορούν να συσχετιστούν με τα γαλήνη, γέλως χωρίς να είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια η αρχική δισύλλαβη ρίζα (γλη- ή γλα- ή ακόμη και γλασ-). Η αναγωγή της λ. γλήνη «κούκλα» σε αιγαιακό υπόστρωμα, καθώς και ο συσχετισμός της με το σλαβ. zrěnica «κόρη οφθαλμού» είναι μάλλον επισφαλείς. Παρόμοια προς το γλήνος (με επίθημα - n- + -es-) σχηματίζονται λέξεις που δηλώνουν κοινωνική ή θρησκευτική αξία (πρβλ. άφενος «πλούτος, περιουσία», τέμενος κ.λπ. Αξιόλογη, από πλευράς σημασιολογικής εξελίξεως, είναι η ήδη ομηρική λέξη γλήνη, που εμφανίζει τις σημασίες «κόρη του ματιού», «μάτι», (συνεκδοχικά) «το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού», απ' όπου «κούκλα, παιδικό παιγνίδι» (πρβλ. φρ. ἔρρε, κακή «γλήνη»), επειδή οι διάφορες εικόνες αντικαθρεφτίζονται μικροσκοπικές στα μάτια (πρβλ. αντίστροφη σημασιολογική εξέλιξη στο κόρη «κορίτσι, κοπέλα» απ' όπου «κόρη ματιού»). Τέλος, οι σημασίες «αβαθής κοιλότητα αρθρώσεως» (μικρότερη από την κοτύλη «οτιδήποτε κοίλο, κοιλότητα») και «κερήθρα» αποτελούν μεταφορικές χρήσεις που έχουν ως αφετηρία πιθ. τη σημασία τη σχετική με το μάτι].

Greek Monotonic

γλήνη: ἡ, κόρη ματιού, βολβός ματιού, οφθαλμός, σε Όμηρ., Σοφ.· επειδή οι εικόνες των αντικειμένων σχηματίζονται μικρές πάνω στην κόρη του οφθαλμού, κατάντησε να σημαίνει το μικρό είδωλο ενός άλλου μεγαλύτερου πράγματος, τη μαριονέτα, την κούκλα· ως χλευαστική έκφραση ή επίπληξη, ἔρρε, κακὴ γλήνη, φύγε, γκρεμίσου δειλή, ασήμαντη κόρη, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

γλήνη: ἡ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. ἐπειδὴ αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν εἴδωλον ἑτέρου μεγάλου πράγματος, πλαγγών, «κοῦκλα», ὡς τὸ κόρη, Λατ. pupilla, pupula· ἐπίπληξιςὕβρις παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ γλήνη, κρημνίσου, δειλὴ κόρη, Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ κοιλότης ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ γελάω, κτλ.).

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
I. the pupil of the eye, eyeball, Hom., Soph.
II. because figures are reflected small in the pupil, a puppet, doll; as a taunt, ἔρρε, κακὴ γλήνη away, slight girl, Il.

Frisk Etymology German

γλήνη: {glḗnē}
Grammar: f.
Meaning: Augapfel (Hom. [auch als verächtliche Anrede Θ 164, vgl. Porzig Satzinhalte 347], S.), auch Augenstern, Pupille (Ruf. Onom., H.), übertr. Gelenkhöhle (Gal.), Wabe (AB, H.)
Derivative: γλήνεα n. pl. Schaustücke, Schmucksachen (Ω 192, A. R. 4, 428), Sterne (Arat.); sg. γλῆνος = γλήνη (Nik.), = φάος H. — Ableitung γληνις (IG 5 [1] 1447, 9, Messene III-IIa) Bed. unbekannt. Ein hellenistisches Kunstprodukt ist γλήν = γλήνη (Hermesian.), vgl. Schwyzer 584 A. 6. EN: Γλῆνος, Γλῆνις, Γληνώ, Γληνεύς, vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 130. — Unsicher ist die Bedeutung von τρίγληνα (ἕρματα Hom.); außerdem τρίγληνος als Attribut der Hekate (Ath.).
Etymology: Neben γλήνη, γλῆνος stehen einerseits γαλήνη, γέλως, anderseits γλαινοί· τὰ λαμπρύσματα τῶν περικεφαλαιῶν, οἷον ἀστέρες H. Eine Zusammenführung aller dieser Wörter unter einen Hut setzt eine zweisilbige Wurzel mit Vokalwechsel voraus: γελα-, γαλα-, γλαι-, γλη-; letzteres kann sowohl urg. γλη- wie γλα-, sogar auch γλασ- enthalten. Schwierigkeit bereitet dabei nur γλαινοί; die Ansetzung von idg. ĝləi- ist natürlich ein Notbehelf. (Anders, ebenso hypothetisch, über den α(ι)-Vokal Specht Ursprung 322). Auch die Gleichsetzung von γλαινοί mit ahd. kleini ‘glänzend, zierlich, fein, klein’, ags. clǣneclean’ hat bei der knappen Dokumentierung des griechischen Wortes wenig Wert (-αι- in γλαινοί sekundär, etwa von dem Oppositum κελαινός?). — Zu -νος in γλῆνος vgl. κτῆνος, ἄφενος, δάνος, auch γάνος usw. (Chantraine Formation 420, Schwyzer 512f., Porzig Satzinhalte 295). — Nach Machek Listy filol. 72, 70 gehört zu γλήνη slav. zrěnica Pupille für *zlěn-ica nach zьrěti sehen durch Volksetymologie. — Lamer IF 48, 231f., der für γλήνη eine Grundbedeutung Püppchen ansetzt, hält das Wort für ägäisch.
Page 1,311-312

English (Woodhouse)

pupil of the eye

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἡ (=κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ). Ἔχει σχέση μέ τό γελάω καί τό γλαυκός.
Παράγωγα: γλῆνος, τό (=ἀξιοθέατο), γληνοειδής, γληνός (=ἀξιοθέατος).

Translations

honeycomb

Albanian: huall, krodhë, qengjë, azhdë; Arabic: قَرْص اَلْعَسَل‎; Armenian: մեղրախորիսխ; Azerbaijani: şan; Bashkir: күҙәнәк; Basque: aberaska; Belarusian: соты; Bulgarian: пчелна пита, пита; Catalan: bresca; Chinese Cantonese: 蜂巢; Mandarin: 蜂窩, 蜂窝, 蜂巢; Czech: plástev; Dutch: raat, honingraat, bijenraat; Erzya: керяз; Esperanto: mielĉelaro, mielcxelaro, mielchelaro; Estonian: meekärg, kärg; Finnish: hunajakenno, kenno; French: rayon de miel, rayon de ruche, alvéole d'abeille, alvéole; Galician: antena, entena, favo, panal, trevo, zarapata; Georgian: ფუტკრის ფიჭა; German: Wabe, Bienenwabe, Honigwabe; Greek: κηρήθρα, κερήθρα; Ancient Greek: γλήνα, γλήνη, κηρίδιον, κηρίον, κηρός, μελικηρίδιον, μελικήριον, μελικηρίς, μελίκηρον, μελίσσια, μελίσσιον, μελίττια, μελίττιον, σχαδόνες, τενθρήνιον; Hindi: छत्ता, मधु कोष; Hungarian: lép; Icelandic: vaxkaka; Ido: vabo; Irish: cíor mheala; Italian: favo, cella, nido d'api, nido; Japanese: 蜂の巣, 蜂巣, ハニカム; Kazakh: ара ұясы; Korean: 벌집, 벌방; Kurdish Northern Kurdish: şan, şane; Kyrgyz: аары уясы; Latin: favus; Latvian: kāre, šūna; Lithuanian: korys; Luxembourgish: Ros, Wab; Macedonian: саќе; Maori: honikoma; Mongolian: зөгийн сархинаг; Navajo: tsísʼná bitsiiʼáál; Persian: شان‎, شان عسل‎; Plautdietsch: Honnichkorf; Polish: plaster miodu, plaster; Portuguese: favo; Romanian: fagure; Russian: соты; Scottish Gaelic: cìr-mheala; Serbo-Croatian Cyrillic: саће, сат; Roman: saće, sat; Slovak: plást; Slovene: sat, satovje; Spanish: panal; Swedish: vaxkaka, bikaka; Tagalog: anila; Tajik: шонаи асал; Thai: รังผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: petek, dalak; Ukrainian: сті́льник; Urdu: چھتا‎, مدھو کوش‎; Uzbek: mumkatak, asalari uyasi; Vietnamese: tảng ong; Volapük: mielaziöbem, mielazioybem, mielaväk; Walloon: raive, tortea d' låme, raiye di låme; Welsh: crwybr