εἰδοποιός: Difference between revisions

10
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ δημιουργικόν Procl.<i>Inst</i>.157, cf. Dam.<i>in Prm</i>.310, [[εἶδος]] Dion.Ar.<i>DN</i> 2.10, αἰτίαι Olymp.<i>in Mete</i>.275.35, [[δύναμις]] Zach.Mit.<i>Opif</i>.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.<i>LC</i> 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. <i>Theol.Ar</i>.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.<i>in Nic</i>.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.<i>DN</i> 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.<i>in Mete</i>.275.32, cf. 297.29.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye una especie]], [[específico]] [[διαφορά]] Arist.<i>Top</i>.143<sup>b</sup>7, <i>EN</i> 1174<sup>b</sup>5, Plot.6.3.18, Dam.<i>Pr</i>.308, Simp.<i>in Cat</i>.221.12, εἰ.· [[ἀναμορφωτής]] Hsch.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ δημιουργικόν Procl.<i>Inst</i>.157, cf. Dam.<i>in Prm</i>.310, [[εἶδος]] Dion.Ar.<i>DN</i> 2.10, αἰτίαι Olymp.<i>in Mete</i>.275.35, [[δύναμις]] Zach.Mit.<i>Opif</i>.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.<i>LC</i> 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. <i>Theol.Ar</i>.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.<i>in Nic</i>.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.<i>DN</i> 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.<i>in Mete</i>.275.32, cf. 297.29.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye una especie]], [[específico]] [[διαφορά]] Arist.<i>Top</i>.143<sup>b</sup>7, <i>EN</i> 1174<sup>b</sup>5, Plot.6.3.18, Dam.<i>Pr</i>.308, Simp.<i>in Cat</i>.221.12, εἰ.· [[ἀναμορφωτής]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[εἰδοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί νέο [[είδος]] ή [[μορφή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ειδοποιός]] [[διαφορά]]» — το [[γνώρισμα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[μόρφωση]] της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε [[άλλο]] [[είδος]] του ίδιου γένους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζει το [[είδος]].
}}
}}