Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰδοποιός: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[εἰδοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί νέο [[είδος]] ή [[μορφή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ειδοποιός]] [[διαφορά]]» — το [[γνώρισμα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[μόρφωση]] της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε [[άλλο]] [[είδος]] του ίδιου γένους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζει το [[είδος]].
|mltxt=-ό (Α [[εἰδοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί νέο [[είδος]] ή [[μορφή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ειδοποιός]] [[διαφορά]]» — το [[γνώρισμα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[μόρφωση]] της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε [[άλλο]] [[είδος]] του ίδιου γένους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζει το [[είδος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που σχηματίζει ένα είδος, [[χαρακτηριστικός]], [[ειδικός]], ιδιάζων, σε Αριστοφ.
}}
}}