θαλαμήιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
(6_11) |
(16) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θᾰλᾰμήιος''': -η, -ον, τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς [[θάλαμον]], [[κατάλληλος]] πρὸς οἰκοδόμησιν θαλάμου, δοῦρα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805· θαλ. [[ὕμνος]] = [[γαμήλιος]], Λουκ. Συμποσ. 41. | |lstext='''θᾰλᾰμήιος''': -η, -ον, τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς [[θάλαμον]], [[κατάλληλος]] πρὸς οἰκοδόμησιν θαλάμου, δοῦρα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805· θαλ. [[ὕμνος]] = [[γαμήλιος]], Λουκ. Συμποσ. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θαλαμήϊος]], -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο [[κατάλληλος]] για [[κατασκευή]] θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γαμήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλαμ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπ</i>-[[ήιος]], <i>χαλκ</i>-[[ήιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς θάλαμον, κατάλληλος πρὸς οἰκοδόμησιν θαλάμου, δοῦρα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805· θαλ. ὕμνος = γαμήλιος, Λουκ. Συμποσ. 41.
Greek Monolingual
θαλαμήϊος, -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.)
2. ο γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -ήιος (πρβλ. ανθρωπ-ήιος, χαλκ-ήιος)].