θεατροσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
(6_11) |
(16) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεᾱτροσκοπία''': ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, [[ἔνθα]] ἤδη θεατροκοπίαις. | |lstext='''θεᾱτροσκοπία''': ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, [[ἔνθα]] ἤδη θεατροκοπίαις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεατροσκοπία]], ή (Α) [[θεατροσκόπος]]<br />το να συχνάζει [[κάποιος]] στα θέατρα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:17, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροσκοπία: ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, ἔνθα ἤδη θεατροκοπίαις.
Greek Monolingual
θεατροσκοπία, ή (Α) θεατροσκόπος
το να συχνάζει κάποιος στα θέατρα.