θεμιστοπόλος: Difference between revisions

16
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui administre la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui administre la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[πολέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θεμιστοπόλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θεμιστοπόλος]]<br />ο [[νομικός]], ο [[δικαστής]], ο [[δικηγόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[χρησμοδοτικός]], [[μαντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / -<i>ομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θαλαμη</i>-[[πόλος]].
}}
}}