Anonymous

θεμιστοπόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμιστοπόλος''': -ον, ([[πολέω]]) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103˙ ὡς τὸ [[δικασπόλος]].
|lstext='''θεμιστοπόλος''': -ον, ([[πολέω]]) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103˙ ὡς τὸ [[δικασπόλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui administre la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[πολέω]].
}}
}}