καγχαστής: Difference between revisions

18
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καγχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29.
|lstext='''καγχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καγχαστής]]) [[καγχάζω]]<br />αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά.
}}
}}