3,277,172
edits
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καγχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29. | |lstext='''καγχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καγχαστής]]) [[καγχάζω]]<br />αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά. | |||
}} | }} |