καγχαστής

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καγχαστής Medium diacritics: καγχαστής Low diacritics: καγχαστής Capitals: ΚΑΓΧΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kanchastḗs Transliteration B: kanchastēs Transliteration C: kagchastis Beta Code: kagxasth/s

English (LSJ)

καγχαστοῦ, ὁ, loud laugher, Phryn.PSp.78B., Poll.6.29.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, der laut, ausgelassen lacht, Poll. 6, 29; nach Phryn. in B. A. 45, 16 der über grobe Possen lacht.

Greek (Liddell-Scott)

καγχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, Πολυδ. Ζ΄, 29.

Greek Monolingual

ο (Α καγχαστής) καγχάζω
αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά.