καλοπέδιλα: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />chaussures de bois, sabots, galoches.<br />'''Étymologie:''' [[κᾶλον]], [[πέδιλον]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />chaussures de bois, sabots, galoches.<br />'''Étymologie:''' [[κᾶλον]], [[πέδιλον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλοπέδιλα]], τὰ (Α)<br />ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας [[κατά]] την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]], <i>τὸ</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>πέδιλα</i>, πληθ. του [[πέδιλον]], <i>τὸ</i>].
}}
}}